κἀπεκοψάμην

κἀπεκοψάμην
ἀπεκοψάμην , ἀποκόπτω
cut off
aor ind mid 1st sg
ἐπεκοψάμην , ἐπικόπτω
strike upon
aor ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”